ἀποξυρέω
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
German (Pape)
[Seite 317] (ἀποξυρεῖν Ar. Th. 216), abscheeren, vom Kopf- u. Haupthaar; τινὰ τὴν κεφαλὴν ἀποξυρήσας Her. 5, 35; Ar. Thesm. 1043; τὴν κόμην Luc. sacrific. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
raser, tondre : τινα τὴν κεφαλήν HDT raser la tête à qqn.
Étymologie: ἀπό, ξυρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξῠρέω:
1) стричь (τινα τὴν κεφαλήν Her.; τινα Arph.);
2) состригать, срезывать (τὴν κόμην Luc.).