διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
f. de ἀνάγω;f. de ἀνάσσω.
ἀνάξω:1) fut. к ἀνάγω;2) fut. к ἀνάσσω.