ἀνάσσω
English (LSJ)
[ᾰ], impf.
A ἤνασσον Od.11.276, Dor. ἄνασσον [ᾱ] Pi.O.6.34, Ep. ἄνασσον [ᾰ] Il.1.252, Aeol. 3sg. ἐάνασσε Alc.64: fut. ἀνάξω Il.20.180: Ep. aor. ἄναξα Hes.Th.837:—rare in Med. and Pass., v. infr.: (ϝανάσσω, cf. ἄναξ):—poet. Verb, mostly pres., to be lord, be master, of gods and human rulers: in Hom. mostly c. dat., νήσοισι καὶ Ἄργεϊ to be lord, hold sway in.., Il.2.108; κτήμασι, κτεάτεσσι, Od.1.117, 4.93: also c. gen., Ἀργείων, πεδίοιο ἀ. to be lord of.., Il.10.33, Od.4.602, cf. Pi. l.c., E.Andr.22, etc.: with dat. pers. added, ἐλπόμενον Τρώεσσι ἀνάξειν.. τιμῆς τῆς Πριάμου to be master of Priam's sovereignty among the Trojans, Il.20.180; γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος E.IT31; πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλειν, πάντεσσι δ' ἀνάσσειν, πᾶσι δὲ σημαίνειν Il.1.288: with Prep., μετ' ἀθανάτοισι ib.4.61, cf. 23.471; ἐν Βονδείῳ 16.572; ἐν Φαίηξι Od.7.62; παρὰ τὸν Ἀχέροντα S.El.184; ὑπὸ γαίας ib.841: with neut. Adj., Ζεῦ πάντ' ἀνάσσων Id.OT904: in Hom. freq. with ἶφι, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Il.1.38, al.: abs., τῶν ἀνασσόντων the kings, S.Ph.6:—Med. once in Hom., τρὶς ἀνάξασθαι γένε' ἀνδρῶν to have been king for three generations, Od.3.245:—Pass., to be ruled, ἀνάσσονται δ' ἐμοὶ αὐτῷ 4.177.
II in Trag. sometimes metaph. of things, κώπης ἀνάσσων E.Fr.705; ὄχων ἀνάσσουσ' Hel.1040; στρατηγίας IT17; πηδήματος ἀνάσσων lord of the leap, dub. in A.Pers.96; ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις, of Persephone, E.Ion1049 (lyr.):—Pass., παρ' ὅτῳ σκῆπτρον ἀνάσσεται = is held as lord, S.Ph.140 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): Ϝανάσσω Mnemos. N.S. 59, p.374 (Larisa de Argos VII/VI a.C.); tarent. ἀνάζω Heraclid. en Eust.1654.27
• Prosodia: [ᾰ-]
I c. compl. de pers. dominar, reinar sobre, ser señor de
1 c. dat.:
a) de dioses (Ζεύς) ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀνάσσει Il.2.669, Od.20.112, cf. Il.12.242, Hes.Th.506, 837, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει Od.9.552, μακάρεσσι Hes.Sc.328
•de Hades ἐνέροισιν Il.15.188, cf. Hes.Th.850, h.Cer.347;
b) de reyes y jefes Κιλίκεσσ' ἄνδρεσσιν Il.6.397, Δολόπεσσιν Il.9.484, Φαιήκεσσιν Od.7.11, Σολίοισι Sol.7.1, πλεόνεσσιν Il.1.281.
2 c. prep. y dat. ser rey, ser tenido como rey πᾶσι μετ' ἀθανάτοισιν Il.4.61, ἐν ἀθανάτοισιν Hes.Th.491
•c. παρά y ac. παρὰ τὸν Ἀχέροντα S.El.184
•abs. ser rey, ser soberano δῆμος δ' ἀνάσσει el pueblo es rey, es soberano en la ciudad democrática, E.Supp.406.
3 c. gen. ser señor, ser rey de, el dueño de de dioses ὤτρυνον ... ἀνάσσειν ... Ζῆν ἀθανάτων Hes.Th.883
•de reyes y jefes πάντων Ἀργείων ἤνασσε Il.10.33, περικτιόνων ἀνθρώπων Hes.Fr.144.2, ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε Φαισάνᾳ Pi.O.6.34
•a ejércitos mandar λόχων E.Ph.742, Ἑλλάδος στρατηγίας E.IT 17.
II c. compl. de cosas
1 c. dat. de tierra y regiones reinar en πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντί Il.2.108, ἐν Βουδείῳ Il.16.572
•del palacio y propiedades reinar en, ser dueño de τιμὴν δ' αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἶσιν ἀνάσσοι Od.1.117, κτήματα δ' αὐτὸς ἔχοις καὶ δώμασι σοῖσιν ἀνάσσοις Od.1.402, οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω Od.4.93.
2 c. gen. de tierras ser rey de, ser señor de πεδίοιο Od.4.602, Ἰλίου ἶφι Il.6.478, Κύπρου ἶφι Od.17.443, cf. Hes.Fr.141.16, Θρῃκης E.Rh.931, γῆς E.Hel.787, IT 31, γῆς ... Φαρσαλίας E.Andr.22, χθονός E.Or.1661
•del palacio δωμάτων E.Andr.940, tb. de dioses que tienen culto en una determinada región: Apolo Τενέδοιό τε ἶφι Il.1.38, 452, Δάλοι' ἀνάσσων Φοῖβε Pi.P.1.39
•Perséfona ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις E.Io 1049
•c. prep. ὑπὸ γαίας S.El.841
•fig. ὅ τε γὰρ νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνάσσων porque la joven médula que reina dentro del pecho A.A.77 (cód.).
3 esp. c. gen. significando la dignidad real ostentar, desempeñar (τιμῆς) ἧς περ ἄνασσες Od.24.30, cf. Simon.40.3, tb. c. dat. ἐλπόμενον Τρώεσσιν ἀνάξειν τιμῆς τῆς Πριάμου Il.20.180.
4 c. gen. poseer cierta técnica o habilidad dominar, ser el amo de πηδήματος A.Pers.95, κώπης E.Fr.705, οἵτινες τετραζύγων ὄχων ἀνάσσουσι de los conductores de cuadrigas, E.Hel.1040, σύριγγος Nonn.D.27.294
•ὀρχήστ' ἀγλαΐας ἀνάσσων, εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον bailarín, rey de la fiesta, Apolo del ancho carcaj Pi.Fr.148.
III tr. gobernar, regir Ζεῦ, πάντ' ἀνάσσων S.OT 904
•en v. med. mismo sent. τρὶς ... μίν φασιν ἀνάξασθαι γένε' ἀνδρῶν Od.3.245
•en v. pas. ser dominado, obedecer (πόλεις) ἀνάσσονται δ' ἐμοί Od.4.177, παρ' ὅτῳ ... σκῆπτρον ἀνάσσεται a cuyo favor ... el cetro es regido S.Ph.140, θάλασσα ... καὶ αἶα ... ἀνάσσονται Πτολεμαίῳ Theoc.17.92.
IV ἀνάσσεσθαι· παρῶσαι, γηρᾶσαι, αὐλῶσαί Hsch.
• Etimología: Denominativo de ἄναξ, q.u.
German (Pape)
[Seite 208] (ἄναξ), der Gebieter sein, walten, herrschen; oft bei Hom.; μετ' ἀθανάτοισιν, unter den Unsterblichen der Erste sein, Il. 4, 61; μετ' Ἀργείοισιν 23, 471; ἐν Βουδείῳ Il. 16, 572; ἐν Φαίηξιν Od. 7, 62; am häufigsten mit dem dat., welcher hier, nach Homers Sprachgebrauch, dieselbe Bedeutung hat wie der genetiv., vgl. Friedlaend. Aristonic. p. 22: Il. 1, 287 ff. περὶεἶναι ἄλλων, κρατεῖν πάντων, πάντεσσι δ' ἀνάσσειν, σημαίνειν πᾶσι; 20, 180 Τρώεσσιν ἀν. τιμῆς τῆς Πριάμου; δώμασιν, κτήμασιν οἷσιν, Od. 1, 117. 402, Herr in seinem Hause sein, über sein Vermögen schalten; so Aesch. δόμοις Ch. 129; ἐν Θήβαις Soph. O. R. 1203; absol., οἱ ἀνάσσοντες, die Gebieter, Phil. 6. Doch hat auch Hom. schon den gen., Τενέδοιο, Ἀργείων, πεδίοιο, Il. 1, 38. 10, 33 Od. 4, 602, welches von Pind. an die herrschende Construction ist; ἐν Θήβῃ Καδμείων ἤνασσε Od. 11, 276; ohne casus Iliad. 16, 172. Hom. hat auch das med., in der Bedeutung des activ., seinem Sprachgebrauche gemäß, Od. 3, 245 τρὶς ἀνάξασθαι γένεα ἀνδρῶν, drei Menschenalter lang König sein; pass. 4, 177 ἀνάσσονται ἐμοί, Homerisch = ὑπ' ἐμοῦ, sie werden von mir beherrscht. Bei Tragg. u. Sp. D. übh. lenken, leiten, πηδήματος Aesch. Pers. 96; σκῆπτρον ἀνάσσεται Soph. Phil. 189; ὄχων Eur. Hel. 1040; στρατηγίας I. T. 17.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤνασσον, f. ἀνάξω, ao. ἤναξα, pf. inus.
1 être le maître : ἀν. Ἀργείοισιν IL régner sur les Argiens ; πάντων Ἀργείων IL sur tous les Argiens ; Τρώεσσι ἀν. τιμῆς τῆς Πριάμου IL posséder comme chef des Troyens la dignité de Priam ; οὗ γῆς ἀνάσσει βαρβάροισιν EUR en cet endroit de la terre où (Thoas) règne sur les barbares ; Ζεῦ πάντ' ἀνάσσων SOPH ô Zeus, maître tout-puissant ; abs. οἱ ἀνάσσοντες SOPH les chefs, les rois ; Pass. πόλεις ἀνάσσονται ἐμοί OD les cités sont sous mon autorité;
2 diriger, gouverner : ἀν. στρατηγίας EUR commander une armée ; Pass. παρ' ὅτῳ σκῆπτρον ἀνάσσεται SOPH par qui le sceptre est dirigé ou tenu;
Moy. ἀνάσσομαι (inf. ao. ἀνάξασθαι) être roi.
Étymologie: ἄναξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάσσω:
1 повелевать, править, царствовать, тж. владеть (τισί Hom., Hes., τινός, μετά и ἔν τισί Hom., τινί Aesch., τι, παρά τι и ὑπό τινος Soph.): οἱ ἀνάσσοντες Soph. предводители, начальники; ἀνάσσεσθαί τινι Hom. находиться в чьей-л. власти; τρίς μιν, φασίν, ἀνάξασθαι (med.) γενε᾽ ἀνδρων Hom. говорят, что он (Нестор) был царем трех человеческих поколений;
2 начальствовать, управлять: ἀ. Ἑλλάδος στρατηγίας Eur. командовать греческим войском; ὄχων ἀ. Eur. править колесницей; παρ᾽ ὅτω σκῆπτρον ἀνάσσεται Soph. (тот), кому принадлежит скиптр.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσσω: παρατ. ἤνασσον Ὅμ. Ἐπ. ἄνασσεν Ἰλ. Α. 252: μέλλ. ἀνάξω Ἰλ. Υ. 180: Ἐπ. ἀόρ. ἄναξα Ἡσ. Θ. 837: ―σπάν. ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, ἴδε κατωτ.: (ὡς τὸ ἄναξ, εἶχε κατ’ ἀρχὰς τὸ ϝ, ϝανάσσω παρ’ Ὁμ.). Ποιητ. ῥῆμα, κατὰ τὸ πλεῖστον εὕρηται ἐν τῷ ἐνεστῶτι, εἶμαι κύριος, δεσπότης, κυρίαρχος, ἄρχω, κυβερνῶ· ἐπί τε ἐπιγείων δεσποτῶν καὶ ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιούχων θεοτήτων· παρ’ Ὁμήρῳ τὰ πολλὰ μετ. δοτ., Ἄργεϊ, νήσοισι, δώμασι, κτήμασιν οἷσι ἀν., ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ μετὰ γεν., Τενέδοιο, Ἀργείων, πεδίοιο ἀνάσσειν Ἰλ. Α. 38, κτλ. ἔτι δὲ μετ. γεν. ἅμα καὶ δοτ., ἐλπόμενον Τρώεσσιν ἀνάξειν ἱπποδάμοισι τιμῆς τῆς Πριάμου «ἐλπίζοντα βασιλεύσειν τῶν Τρῴων μετὰ τῆς τιμῆς τοῦ Πριάμου» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Υ. 180, πρβλ. Ὀδ. Ω. 30· (οὕτω, γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι Εὐρ. Ι. Τ. 31)· πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλει, πάντεσσι δ’ ἀνάσσειν, πᾶσι δὲ σημαίνειν Ἰλ. Α. 288: ὡσαύτως μετὰ προθ., μετ’ ἀθανάτοισι ἀνάσσειν, πρωτεύειν μεταξὺ τῶν ἀθανάτων, Ἰλ. Δ. 61, πρβλ. Ψ. 471· ἐν Βουδείῳ.. ἤνασσε Π. 572· ἐν Φαίηξι Ὀδ. Η. 62· παρὰ τὸν Ἀχέροντα Σοφ. Ἠλ. 184· ὑπὸ γαίας αὐτόθι 841· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτου, Ζεῦ, πάντ’ ἀνάσσων ὁ αὐτ. Ο. Τ. 904· ― παρ’ Ὁμ. συχν. τῇ προσθήκῃ τοῦ ἶφι, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις, βασιλεύεις μετὰ δυνάμεως, Ἰλ. Α. 38· ἶφι ἀν. δώμασι, κτήμασι, κτλ. Ὀδ. Λ. 275, κτλ.: ἀπολ. τῶν ἀνασσόντων, τῶν βασιλέων, Σοφ. Φ. 6: ― Μέσ. ἅπαξ παρ’ Ὁμ., τρὶς .. ἀνάξασθαι γένε’ ἀνδρῶν, βασιλεῦσαι ἐπὶ τριῶν γενεῶν, Ὀδ. Γ. 245: ― Παθ. κυβερνῶμαι, ἀνάσσονται δ’ ἐμοὶ αὐτῷ Δ. 177. ― Σύνηθες καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., οἵτινες μεταχειρίζονται τὰς αὐτὰς συντάξεις. ΙΙ. παρὰ Τραγ. ἐνίοτε μεταφορ. ἐπὶ πραγμάτων, κώπας ἀνάσσειν Εὐρ. Τήλεφος 20 (ἐν τοῖς Ἀποσπάσμασιν)· ὄχων ἀνάσσουσ’ Ἑλ. 1040· στρατηγίας Ι. Τ. 17· οὕτω, κούφου πηδήματος ἀνάσσων, βασιλεὺς τοῦ ἐλαφροῦ πηδήματος (ἔνθα τινὲς τῶν ἐκδοτῶν ἔχουσιν ἀνᾴσσων, χωρὶς νὰ διασαφηνίζωσι τὴν συντακτικὴν θέσιν τῆς γεν. πηδήματος) Αἰσχύλ. Πέρσ. 96· ἃ.. τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις, ἐπὶ Περσεφόνης, Εὐρ. Ἴων 1049: ― Παθ., παρ’ ὅτῳ.. σκῆπτρον ἀνάσσεται, ὑφ’ οὗτινος κρατεῖται ὡς ὑπὸ βασιλέως, Σοφ. Φ. 140, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10: ― ἴδε ἄναξ IV, ἄνασσα 3, δεσπότης ΙΙ.
English (Autenrieth)
(ϝάναξ), ipf. ἄνασσε, ἤνασσε, fut. ἀνάξω, mid. aor. inf. ἀνάξασθαι: be king, lord, or master of, rule over, reign, said of both gods and men; τινός or τινί (dat. of interest), and freq. w. μετά, sometimes ἐν; abs., of Nestor, τρὶς γὰρ δή μιν φᾶσιν ἀνάξασθαι γένἐ ἀνδρῶν (γένεα, acc. of time), Od. 3.245; pass., ἀνάσσονται δ' ἐμοὶ αὐτῷ, ‘by me,’ Od. 4.177.
English (Slater)
ᾰνάσσω (ϝαν-, (O. 13.24) ) rule over, c. gen. ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων νασσε Φαισάνᾳ (O. 6.34) ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ (O. 13.24) ὅσα τ' Ἀρκάσιν ἀνάσσων† (codd. contra metr.) (O. 13.107) Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (P. 1.39) ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148.
Greek Monolingual
(I)
ἀνάσσω (Α) άναξ
1. βασιλεύω, κυριαρχώ, κυβερνώ, εξουσιάζω
2. πρωτεύω
3. διευθύνω, χειρίζομαι καλά.
(II)
ἀνᾴσσω και ἀνᾴττω (Α) ᾴσσω, -ττω
αναΐσσω.
Greek Monotonic
ἀνάσσω: [ᾰ], παρατ. ἤνασσον, Επικ. ἄνασσον· μέλ. ἀνάξω· Επικ. αόρ. αʹ ἄναξα·
I. είμαι άρχοντας, κύριος, ιδιοκτήτης, εξουσιάζω σ' ένα μέρος, με δοτ. Ἄργεϊ, νήσοισι ἀν., ή με γεν., είμαι βασιλιάς τους, διοικώ αυτούς, Τενέδοιο, Ἀργείων, σε Όμηρ.· επίσης, μετ' ἀθανάτοισι ἀν., είμαι πρώτος ανάμεσα στους αθανάτους, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., τρὶς ἀνάξασθαι γένεα ἀνδρῶν, έχοντας τη βασιλεία για τρεις γενιές, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., άρχομαι, εξουσιάζομαι, στο ίδ.
II. στους Τραγ. λέγεται μεταφ. για πράγματα, κώπης ἀνάσσειν κ.λπ., σε Ευρ., πρβλ. ἄναξ IV. — Παθ., παρ' ὅτῳ σκῆπτρον ἀνάσσεται, από όποιον κρατιέται το σκήπτρο ως βασιλιάς, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. to be lord, master, owner, to rule, in a place, c. dat., Ἄργεϊ, νήσοισι ἀν.; or c. gen. to be lord of, rule over, Τενέδοιο, Ἀργείων Hom.: also, μετ' ἀθανάτοισι ἀν. to be first among the immortals, Il.:—Mid., τρὶς ἀνάξασθαι γένεα ἀνδρῶν to have been king for three generations, Od.:—Pass. to be ruled, Hom.
II. in Trag. metaph. of things, κώπης ἀνάσσειν, etc., Eur., cf. ἄναξ IV:—Pass., παρ' ὅτῳ σκῆπτρον ἀνάσσεται by whom the sceptre is held as lord, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=βασιλεύω). Εἶχε στήν ἀρχή τό ϝανάσσω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄναξ, ἄνασσα, ἀνάκτωρ, ἀνάκτορον, ἀνακτορία, ἀνακτόριος, χειρώναξ.
Lexicon Thucydideum
regnare, to rule, reign, 1.9.4 (ex Hom. II. from Homer IIiad 2.108.1).