υπολογιστικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή
2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός
μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος
3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» — ο υπολογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].