μονόκρουνος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκρουνος, -ον)
νεοελλ.
(για βρύση) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόκρουνον
δοχείο που έχει ένα μόνο στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρούνη (πρβλ. πολύ-κρουνος)].