μονόκρουνος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόκρουνος, -ον)
νεοελλ.
(για βρύση) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόκρουνον
δοχείο που έχει ένα μόνο στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρούνη (πρβλ. πολύκρουνος)].