βρύση
From LSJ
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): plu. βρυσιαί Hsch.
fuente Hsch., Sch.A.Pr.89D.
Greek Monolingual
η (AM βρύσις)
φυσική πηγή, ανάβλυση νερού
νεοελλ.
1. κρουνός με ή χωρίς διακόπτη απ' όπου τρέχει νερό
2. (ως επίρρ.) (κυρίως για δάκρυα) άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρύω. Η λ. βρύση, όπως και οι συνώνυμες της κρουνός, κρήνη, αρχικά σήμαινε «πηγή, ανάβλυση νερού», σημασία την οποία διατήρησαν και στη νέα Ελληνική. Επιπλέον όμως και με βάση την αρχική αυτή σημασία συνεκδοχικά η λ. βρύση, όπως εξάλλου και η λ. κρουνός, κατέληξε να σημαίνει «κάνουλα», δηλ. σωλήνας με στρόφαλο, με τον οποίο ρυθμίζεται η εκροή του νερού. Ενώ η λ. κρήνη δηλώνει και το κτίσμα το οποίο φέρει έναν ή περισσότερους κρουνούς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κεφαλόβρυση, κρυόβρυση, κρυσταλλόβρυση, ξερόβρυση].