Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ἔγκοτος, -ον (Α)1. οργισμένος, θυμωμένος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτοςοργή, μίσος.