αμάχι

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

το (Μ ἀμάχι)
το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή-ἀλλάγιον > ἀλλάγι].