διαστολέας
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) διαστέλλω
νεοελλ.
1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας του σώματος, όπως της μήτρας, του στόματος κ.λπ.
2. ιατρ. μυς του σώματος που χρησιμεύει για τη διεύρυνση στομίου ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας («ο διαστολεύς της κόρης του οφθαλμού»)
αρχ.
1. εργαλείο για να ανοίγουν το στόμα τών αλόγων
2. τίτλος υπαλλήλου στην Αίγυπτο, πιθ. ταμίας («τῆς διὰ τοῦ διαστολέως ἐγγεγραμμένης», πάπυρος).