θύσκη
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
[Seite 1228] ἡ, Räuchergefäß, VLL. ἡ σκάφη ἡ δεχομένη τὰ θύματα. S. θυΐσκη.
θύσκη: ἡ, ἀγγεῖον διὰ θυμίαμα, θυμιατήριον, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ.· πρβλ. θυΐσκη.
θύσκη, ἡ (Α) θύος
(κατά το Μ. Ε.) «σκάφη ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῦ θύω».