καρτέρηση
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Greek Monolingual
η (Α καρτέρησις) καρτερώ
η καρτερία, η αντοχή («τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
η εμμονή, η επιμονή και υπομονή («ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτέρησις», Πλάτ.).