Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)
θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — ένας ποντικός τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).