устойчивый
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Russian > Greek
ἐπιστατικός, ἰσόρροπος, ἀπτώς, δευσοποιός, δυσκίνητος, δυσκίνατος, συστατός, σύστατος, συνερειστικός, στάδιος, ἑδραῖος, σταθερός, εὐσταθής, ἐϋσταθής