оказывать сопротивление
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Russian > Greek
ἀντεξίσταμαι, ἀντοφθαλμέω, ἀπαντάω, ἀντιβαίνω, ἀντιόομαι, ἀντιτυπέω, ἀντιστηρίζω, προσαντέχω, ἐναπερείδομαι, ἀντιπράσσω, ἀντιπράττω, ἀντιπρήσσω, ἀντανίστημι, ἀνθίστημι, ἀντίστημι, μένω, ἐξαγκωνίζω