ἀντιβαίνω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβαίνω Medium diacritics: ἀντιβαίνω Low diacritics: αντιβαίνω Capitals: ΑΝΤΙΒΑΙΝΩ
Transliteration A: antibaínō Transliteration B: antibainō Transliteration C: antivaino Beta Code: a)ntibai/nw

English (LSJ)

fut. ἀντιβήσομαι,
A go against, withstand, resist, c. dat., Hdt. 5.40, A.Pr.236, Decr. ap. D.18.186, etc.; πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα having set her foot against.., E.Ba.1126: abs., ἀντιβὰς ἐλᾶν row with foot planted against the stretcher, Ar.Ra.202.
2 abs., Hdt.3.72, 8.3, E.IA1016, etc.; βιασθεὶς πολλὰ κἀντιβάς reluctant, S.El.575; εἰ.. μὴ περὶ σοῦ μάχομαι μόνος ἀντιβεβηκώς Ar.Eq.767 (ἀμφι- Dawes); ἀ. πρὸς τἀριστερὰ μόνον Pl.Lg.634a.

Spanish (DGE)

1 oponerse abs. ὃς δ' ἂν ἀντιβαίνειν πειρᾶται Hdt.3.72, ἀντιβάντων δὲ τῶν συμμάχων Hdt.8.3, cf. S.El.575, E.IA 1016, Ar.Eq.767, Plb.5.100.3, Plu.2.6d
c. dat. τούτοισι Hdt.5.40, τοῖσιν A.Pr.234, τούτῳ Arist.EN 1102b24
c. prep. πρός y ac. πρὸς τἀριστερά Pl.Lg.634a, πρὸς τοῦτο τὸ μέρος Plb.2.50.12, πρὸς μηδέν Plu.2.50a, cf. E.Fr.87aSn.
2 afirmar los pies ἀντιβὰς ἐλᾷς Ar.Ra.202
c. dat. πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα pisando sus costados E.Ba.1126.

German (Pape)

[Seite 250] (s. βαίνω), darauf treten, πλευραῖς Eur. Bacch. 1124; ἀντιβὰσἐλᾷς, vom Ruderer, Ar. Ran. 204; gew. entgegengehen, Widerstand leisten, τινί, Aesch. Prom. 234; πρός τι, Plat. Legg. I, 934 a; Pol. 2, 50; absolut, sich widersetzen, Soph. El. 565; Luc. Dial. Mort. 27, 1.

French (Bailly abrégé)

résister à, lutter contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβαίνω:
1 идти против, т. е. оказывать сопротивление, бороться (τινί Aesch., Her. и πρός τι Plat., Plut.): μάχομαι ἀντιβεβηκώς Arph. я упорно сражаюсь; ἀντιβὰς ἐλᾶν Arph. грести изо всех сил;
2 попирать ногами, наступать (на что-л.) (τινί Eur.);
3 отклонять от себя: καλούντων αὐτὸν σύμβουλον, ἀντέβαινεν Plut. когда они его попросили дать совет, он отказался.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἐναντίον, ἀνθίσταμαι, μετὰ δοτ., καὶ μὴ ἀντίβαινε τούτοισι Ἡρόδ. 5. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 234, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 290. 6, κτλ., πατῶ ἐπάνω, πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα Εὐρ. Βάκχ. 1126. 2) ἀπολύτως, Ἡρόδ. 3. 72., 8. 3, Εὐρ. Ι. Α. 1016, κτλ.· βιασθεὶς πολλὰ κἀντιβάς, καὶ ἀντιστάς, Σοφ. Ἠλ. 575· εἰ ... μὴ περὶ σοῦ μάχομαι μόνος ἀντιβεβηκὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 767· ἀντ. πρός τι Πλάτ. Νόμ. 634Α. ΙΙ. ἀντιβὰς ἐλᾷς, στηρίξας καλῶς τοὺς πόδας σου ἐπὶ τοῦ πλοίου νὰ κωπηλατῇς Ἀριστοφ. Βάτρ. 202.

Greek Monolingual

ἀντιβαίνω)
νεοελλ.
βρίσκομαι σε αντίθεση, σε ασυμφωνία με κάτι, αντίκειμαι σε κάτι
αρχ.
1. βαδίζω εναντίον κάποιου, αντιστέκομαι
2. πατώ επάνω, στηρίζω τα πόδια μου επάνω σε κάτι
3. (αμτβ.) εναντιώνομαι.

Greek Monotonic

ἀντιβαίνω: μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω αντίθετα, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα, έχοντας πατήσει αντίθετα, σε Ευρ.· επίσης απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀντιβάς, απρόθυμος, ακούσιος, σε Σοφ.· αλλά, ἀντιβὰς ἐλᾶν, στηρίζοντας καλά τα πόδια στο πλοίο για να κωπηλατεί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to go against, withstand, resist, c. dat., Hdt., Aesch.; πλευραῖσιν ἀντιβᾶσα having set her foot against, Eur.; also absol., Hdt., etc.; ἀντιβάς reluctant, Soph.; but, ἀντιβὰς ἐλᾶν to pull stoutly against the oar, going well back, Ar.