разрушение
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
κατακονά, φθορά, φθορή, ἀνατροπή, καταστροφή, ἀναίρεσις, ἀνάστασις, λύμη, λύμα, διάλυσις, πόρθημα, πόρθησις, διαφθορά, καθαίρεσις, ἀπώλεια, πέρσις, σύγχυσις, κατασκαφή, κατασκαφά, καταφθορά, σύντριμμα