непримиримый
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Russian > Greek
ἄμικτος, ἀσυνάλλακτος, ἀκήρυκτος, ἀδιάλλακτος, ἀκατάλλακτος, ἄσπειστος, ἀσύμβατος, ἀξύμβατος, ἀσυνάρμοστος, δυσμείλικτος, δυσκατάλλακτος, δυσδιάλυτος