непримиримый
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Russian > Greek
ἄμικτος, ἀσυνάλλακτος, ἀκήρυκτος, ἀδιάλλακτος, ἀκατάλλακτος, ἄσπειστος, ἀσύμβατος, ἀξύμβατος, ἀσυνάρμοστος, δυσμείλικτος, δυσκατάλλακτος, δυσδιάλυτος, ἀνήκεστος