ἄσπειστος

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπειστος Medium diacritics: ἄσπειστος Low diacritics: άσπειστος Capitals: ΑΣΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: áspeistos Transliteration B: aspeistos Transliteration C: aspeistos Beta Code: a)/speistos

English (LSJ)

ἄσπειστον, (σπένδω) to be appeased by no libations, implacable, D.25.52; κότος Nic.Th.367; πόλεμοι ἄσπειστοι, = ἄσπονδοι, Plu.2.537b, cf. S.E.P.3.175.

Spanish (DGE)

-ον
implacable, irreconciliable, ἄνθρωπος D.25.52, κότος Nic.Th.367, ἄ. πόλεμος guerra sin cuartel D.H.3.8, 4.38, 8.78, Plu.2.537b, S.E.P.3.175, D.C.42.37.2.

German (Pape)

[Seite 373] durch kein Opfer zu versöhnen, unerbittlich, wie ἄσπονδος, ἔχθρα, Suid.; ἀνίδρυτος, ἄμικτος Dem. 25, 52; vgl. Plut. Num. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'admet pas de trêve litt. de libation : πόλεμος ἄσπειστος PLUT guerre implacable.
Étymologie: , σπένδω.

Greek Monolingual

ἄσπειστος, -ον (Α) σπένδω
1. αυτός που δεν καταπραΰνεται με σπονδές, ο αδιάλλακτος
2. (για πόλεμο) εκείνος που δεν διακόπτεται με σπονδές ανακωχής, ο άσπονδος.

Greek Monotonic

ἄσπειστος: -ον (σπένδω), αυτός που δεν καταπραΰνεται από σπονδές, αδιάλλακτος, ανυποχώρητος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπειστος: непримиримый (ἄ. καὶ ἄμικτος Dem.; πόλεμος Plut., Sext.).

Middle Liddell

σπένδω
to be appeased by no libations, implacable, Dem.

Mantoulidis Etymological

(=ἀδιάλλακτος, ἀμείλικτος). Ἀπό τό α στερητ. + σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

implacable

Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی‎, آشتی ناپذیر‎; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий