ἄσπειστος
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ἄσπειστον, (σπένδω) to be appeased by no libations, implacable, D.25.52; κότος Nic.Th.367; πόλεμοι ἄσπειστοι, = ἄσπονδοι, Plu.2.537b, cf. S.E.P.3.175.
Spanish (DGE)
-ον
implacable, irreconciliable, ἄνθρωπος D.25.52, κότος Nic.Th.367, ἄ. πόλεμος guerra sin cuartel D.H.3.8, 4.38, 8.78, Plu.2.537b, S.E.P.3.175, D.C.42.37.2.
German (Pape)
[Seite 373] durch kein Opfer zu versöhnen, unerbittlich, wie ἄσπονδος, ἔχθρα, Suid.; ἀνίδρυτος, ἄμικτος Dem. 25, 52; vgl. Plut. Num. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'admet pas de trêve litt. de libation : πόλεμος ἄσπειστος PLUT guerre implacable.
Étymologie: ἀ, σπένδω.
Greek Monolingual
ἄσπειστος, -ον (Α) σπένδω
1. αυτός που δεν καταπραΰνεται με σπονδές, ο αδιάλλακτος
2. (για πόλεμο) εκείνος που δεν διακόπτεται με σπονδές ανακωχής, ο άσπονδος.
Greek Monotonic
ἄσπειστος: -ον (σπένδω), αυτός που δεν καταπραΰνεται από σπονδές, αδιάλλακτος, ανυποχώρητος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπειστος: непримиримый (ἄ. καὶ ἄμικτος Dem.; πόλεμος Plut., Sext.).
Middle Liddell
σπένδω
to be appeased by no libations, implacable, Dem.
Mantoulidis Etymological
(=ἀδιάλλακτος, ἀμείλικτος). Ἀπό τό α στερητ. + σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий