великолепие
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Russian > Greek
λαμπρόν, διαπρεπές, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλεῖον, προστασία, ἀρετή, μεγαλοψυχία, σχηματισμός, λαμπρότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη