роскошный
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Russian > Greek
ἀγλαός, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, πολυτελής, σπαταλός, λιπαρός, φιλοκυδής, εὐθαλής, τρυφερός, εὔδειπνος, μάχλος, ἁβρός, πάνθοινος, ἁβρότιμος, σατραπικός, εὐτράπεζος, θαλερός