εὐθαλής
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
1 (εὐθᾰλής) εὐθαλές, blooming, flourishing, thriving, Αἴγυπτος A.Fr.300.5; γῆρας Men.Mon.388; ἄνηθον Mosch.3.100, cf. AP9.3 (Antip.), Orph.A.912; χάριτες AP7.600 (Jul.): later in Prose, δένδρον SIG889.9 (Arcesine, iii A. D.); εὐθαλέστερα παιδία Sabin. ap. Orib.9.17.3; ζῷα εὐθαλῆ POxy.902.15 (V A. D.): metaph., τὸ εὐθαλές [τῆς ψυχῆς] Ph.1.512; πτερὰ εὐθαλὴ τῆς ψυχῆς Them. Or.21.251 b.
2 (εὐθᾱλής), εὐθαλές, Dor. Adj. flourishing, thriving, τύχα Pi.P.9.72; πέδον B.8.5; εὐκάρπεια E.Tr.217 (lyr.); καρποί Ar. Av.1062 (lyr.); φύλλα AP9.313 (Anyte); εὐθηλής is cj. ib. 247 (Phil.), h.Mart.9:—also εὔθᾰλος, ον, thriving well, v.l. in EM197.34.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, schön sprossend, grünend u. blühend, Aesch. frg. 299; εὐκαρπία Eur. Troad. 217; φυτόν Anacr. 59, 19; ὀρόδαμνοι Plat. ep. 10 (IX, 3); εὐθαλέων Χαρίτων ἄνθος Iul. Aeg. 56 (VII, 600); a. Sp.; auch Plut. u. Luc. – Εὐθαλής, ές, dor. = εὐθηλής, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
qui pousse bien, dont la végétation est florissante.
Étymologie: εὖ, θάλλω.
2ής, ές :
fécond, abondant.
Étymologie: εὖ, θηλή.
Russian (Dvoretsky)
εὐθᾰλής: θάλλω пышно разросшийся, цветущий (Αἴγυπτος Aesch.).
εὐθᾱλής: θηλή налитый соками, пышный, роскошный (εὐκάρπεια Eur.; καρποί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθᾰλής: -ές, (√ΘΑΛ. θάλλω) θάλλων καλῶς, ἀνθηρός, Αἴγυπτος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304, πρβλ. Μόσχ. 3. 107, Ὀρφ. Ἀργ. 910, Ἀνθ. Π. 7. 600, κτλ.
English (Slater)
εὐθαλής flourishing met. καί νυν ἐν Πυθῶνί νιν ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθᾶλεῖ συνέμειξε τύχᾳ (P. 9.72) εὐ]θᾰλέος ὑγιε[ίας (Pae. 6.181)
Greek Monolingual
(I)
-ές (ΑΜ εὐθαλής, -ές)
αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ.
β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές
η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αμφιθαλής].
(II)
εὐθαλής, -ές (Α)
(δωρ. τ.) εὐθηλής
ακμαίος, ανθηρός, άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιείται αντί του ευθηλής και εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα θαλ- ή θηλ- του θ. θαλ- (πρβλ. εριθηλής, ευθηλής, νεοθηλής)].
Greek Monotonic
εὐθᾰλής: -ὲς (θάλλω), ανθηρός, θαλερός, ακμαίος, σε Μόσχ.
• εὐθᾱλής: -ές, Δωρ. αντί εὐθηλής.
Middle Liddell
εὐθᾱλής, ές [doric for εὐθηλής.]
εὐ-θᾰλής, ές θάλλω
blooming, flourishing, Mosch.