ἁβρότιμος
From LSJ
English (LSJ)
ἁβρότιμον, delicate and costly, προκαλύμματα A.Ag.690 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἁβρότῑμος) -ον
exquisitamente rico προκαλύμματα A.A.690 (cód., v. ἁβρόπηνος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fastueux.
Étymologie: ἁβρός, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρότῑμος: роскошный, пышный (προκαλύμματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρότῑμος: -ον, κομψὸς καὶ δαπανηρός, πολύτιμος. Αἰσχύλ. Ἀγ. 675, ἴδ. ἁβρόπηνος.
Greek Monotonic
ἁβρότῑμος: -ον (τιμή), κομψός και δαπανηρός, πολύτιμος, σε Αισχύλ.