выскальзывать
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Russian > Greek
πέτομαι, περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἐξολισθαίνω, ἐξολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, ὑπεκρέω, φεύγω