Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ναίω ;; καταζεύγνυμι ;; καταζευγνύω ;; κατοικέω ;; ἀνοικίζω ;; εἰσοικίζω ;; ἐσοικίζω ;; σκηνάω ;; σκηνέω ;; σκηνόω ;; ἐνέζομαι ;; καταναίω ;; κατοικίζω ;; ἐποικέω ;; σκηνοποιέομαι ;; ἐνιδρύω ;; οἰκέω