продолжительный
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Russian > Greek
μακρός ;; δολιχός ;; πολυχρόνιος ;; ἐπιχρόνιος ;; μακραίων ;; μακρόπνοος ;; μακρόπνους ;; διαρκής ;; πλειστήρης ;; συχνός ;; ἐπιμήκης ;; πολλοστός