продолжительный
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
Russian > Greek
μακρός, δολιχός, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, μακραίων, μακρόπνοος, μακρόπνους, διαρκής, πλειστήρης, συχνός, ἐπιμήκης, πολλοστός