ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
Θεσσαλία, ἡ.
a Thessalian: Θεσσαλός, ὁ. Fem. Θεσσαλίς, -ίδος, ἡ.
Thessalian, adj.: Θεσσαλικός, V. Θεσσαλός. Fem. adj., Θεσσαλίς, -ίδος.