Θεσσαλίς

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεσσαλίς Medium diacritics: Θεσσαλίς Low diacritics: Θεσσαλίς Capitals: ΘΕΣΣΑΛΙΣ
Transliteration A: Thessalís Transliteration B: Thessalis Transliteration C: Thessalis Beta Code: *qessali/s

English (LSJ)

v. Θεσσαλός.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f;
c.
Θεσσαλός.

Greek Monolingual

Θεσσαλίς και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α)
1. θηλ. του Θεσσαλός, η Θεσσαλή
2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θηλ. του Θεσσαλός].

Russian (Dvoretsky)

Θεσσᾰλίς:
I атт. Θεττᾰλίς, ίδος adj. f фессалийская (κυνῆ Soph.; νύμφη Eur.).
II атт. Θεττᾰλίς, ίδος ἡ фессалиянка Plat.

English (Woodhouse)

Thessalian woman, Thessalian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)