intercept
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν, Ar. and P. περιλαμβάνειν.
wishing to have a chance of intercepting their passage: P. αὐτοὺς βουλόμενοι ἀποκλῄσεσθαι τῆς διαβάσεως (Thuc. 6, 101).