ὁρκωμότης

From LSJ
Revision as of 13:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκωμότης Medium diacritics: ὁρκωμότης Low diacritics: ορκωμότης Capitals: ΟΡΚΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: horkōmótēs Transliteration B: horkōmotēs Transliteration C: orkomotis Beta Code: o(rkwmo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A juror, IG5(2).261.2 (Mantinea, vi B. C.), 9(1).333.16 (Locr., v B. C.), cf. Poll.1.38.    2 = ὁρκωτής (q. v.), Ostr.Bodl.i 275 (ii/i B. C.).

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκωμότης: -ου, ὁ, = ὁρκωτής, Πολυδ. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182.

Greek Monolingual

ὁρκωμότης, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί
2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα -της (πρβλ. συν-ωμότης). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].