ὁρκωτής
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
ὁρκωτοῦ, ὁ, the officer who administers the oath, IG12.39.17,63.11, Antipho 6.14, Cratin.366, X.HG6.5.3, SIG581.101 (Crete, iii/ii B. C.), Polem.Hist. 83, etc.—On the form, Phot. remarks: ὁρκωτάς (-ωντας cod.), οὐχὶ ὁρκιστάς, οὐδὲ ὁρκωμότας λέγουσι; but v. ὁρκωμότης.
German (Pape)
[Seite 380] ὁ, der einen Eid schwören läßt, der Vereidiger, Xen. Hell. 6, 5, 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui fait prêter serment.
Étymologie: ὁρκόω.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκωτής: οῦ ὁ юр. принимающий клятву, приводящий к присяге Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκωτής: -οῦ, ὁ, (ὁρκόω) ἐν δικαστηρίῳ, ὁ ἐπὶ τῶν ὅρκων, ὁ ὁρκίζων, Ἀντιφῶν 143. 8, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 137a, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 3. Περὶ τοῦ τύπου ὁ Φώτ. παρατηρεῖ: «ὁρκώτας (ἀνάγν. -τάς), οὐχὶ ὁρκιστάς, οὐδὲ ὁρκωμότας λέγουσι».
Greek Monolingual
ὁρκωτής, ὁ (Α) ορκώ
αυτός που επιβάλλει σε κάποιον να δώσει όρκο ενώπιον δικαστηρίου («ἐξέπεμψαν τοὺς ὁρκωτὰς καὶ ἐκέλευσαν τὰ μέγιστα τέλη ἐν ἐκάστῃ πόλει ὁρκῶσαι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ὁρκωτής: -οῦ, ὁ (ὁρκόω), αξιωματούχος που επιβάλλει όρκο, που ορκίζει μάρτυρα σε δίκη, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὁρκωτής, οῦ, ὁ, ὁρκόω
the officer who administers the oath, Xen.