δευτέρωμα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ατος, τό,
A repetition, Eust.80.10.
German (Pape)
[Seite 554] τό, die Wiederholung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δευτέρωμα: τό, ἐπανάληψις, Εὐστ. 80. 10.
Spanish (DGE)
-ματος, τό repetición ἡ δὲ ἀνὰ πρόθεσις δ. τι δηλοῖ Eust.80.9.
Greek Monolingual
το (Μ δευτέρωμα)
η επανάληψη
νεοελλ.
1. το δεύτερο όργωμα, το δεύτερο σκάψιμο
2. ο δεύτερος γάμος.