κοτυληδονώδης
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ες,
A of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.
Greek (Liddell-Scott)
κοτυληδονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.
Greek Monolingual
ες (Α κοτυληδονώδης, -ώδες) κοτυληδών
1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα
2. γεμάτος κοτυληδόνες.