σέγεστρον
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
τό,
A blanket or counterpane, Edict.Diocl.8.42.
Greek Monolingual
τὸ, Α
κλινοσκέπασμα, πάπλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. segestre, -is «στέγαστρο, ψάθα, ένδυμα»].