φερβήτης

From LSJ
Revision as of 21:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερβήτης Medium diacritics: φερβήτης Low diacritics: φερβήτης Capitals: ΦΕΡΒΗΤΗΣ
Transliteration A: pherbḗtēs Transliteration B: pherbētēs Transliteration C: fervitis Beta Code: ferbh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A herdsman, Hsch. (-τας cod.).

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παρ. του ρ. φέρβω «βόσκω, τρέφω» και απαντά μόνον στον Ησύχ. στον τ. της αιτ. φέρβητας
νομεῖς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα η μορφή της ονομ. (φερβήτης, -ου ή φέρβης, -ητος)].