ψαυστός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ή, όν,
A touched, ἄγαλμα οὐδὲ ψ. χειρὸς ἀνθρωπίνης, i. e. not made by mortal hand, Hdn.1.11.1.
German (Pape)
[Seite 1392] adj. verb. von ψαύω, berührt, zu berühren.
Greek (Liddell-Scott)
ψαυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, ψηλαφητός, Ἡρῳδιαν. 1. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψαύω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψαύσει, να τον αγγίξει ελαφρά ή να τον χαϊδέψει ερωτικά.