ἀκοντοδόκος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον,
A receiving (i.e. hit by) the dart, Simon. 106.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 herido por un dardo ἀκοντοδόκων ἀνδρῶν ... θανόντων Simon.FGE 884 (pero tb. interpr. como 2).
2 que se expone a los dardos e.e. belicoso de Neleo, Orác. en Didyma 496B.9 (II d.C.)
•interpr. como que vigila o está en guardia contra los dardos Orio en Et.Gen.α 356, Sch.Er.Il.16.361b.
Greek Monolingual
ἀκοντοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοντοδόκος: принимающий удары копий, подставляющий грудь под копья (ἄνδρες Anth.).