ἀμυδρότης
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A dimness, αἰσθήσεων Ph.2.432;faintness, of the pulse, Gal.9.15; indistinctness, opp. τρανότης, Plot.1.4.3.
German (Pape)
[Seite 130] ἡ, Undeutlichkeit, Schwäche, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυδρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀσάφεια, Φωτ. Βίβλ. 491, 14, κτλ.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 lo borroso, falta de claridad, imprecisión c. gen. ἀ. τοῦ ἐν αὐτοῖς φωτός Procl.in R.2.196.14, ἀ. τοῦ ἐν αὐτοῖς συνθήματος Procl.in Cra.30.23, ἀ. αἰσθήσεων Ph.2.432
•abs. lo indistinto op. τρανότης Plot.1.4.3.
2 flojedad, debilidad mús. κατὰ τὴν φωνήν ἀ. Nicom.Harm.2, medic. del pulso, Gal.9.15, τῶν κινησέων Gal.3.379.