ἐξυπέρχομαι
From LSJ
English (LSJ)
aor. ἐξυπῆλθον,
A withdraw, S.Ichn.205.
Greek Monolingual
ἐξυπέρχομαι (Α)
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
Full diacritics: ἐξυπέρχομαι | Medium diacritics: ἐξυπέρχομαι | Low diacritics: εξυπέρχομαι | Capitals: ΕΞΥΠΕΡΧΟΜΑΙ |
Transliteration A: exypérchomai | Transliteration B: exyperchomai | Transliteration C: eksyperchomai | Beta Code: e)cupe/rxomai |
aor. ἐξυπῆλθον,
A withdraw, S.Ichn.205.
ἐξυπέρχομαι (Α)
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.