ἐφελκίς
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A scab of a sore or wound, Aret.SD2.3, Gal.8.6, al., Archig. ap. eund.12.679.
German (Pape)
[Seite 1114] ίδος, ἡ, Haut, Schorf auf einem Geschwür, einer Wunde, Poll. 4, 190; Medic. auch Auswurf beim Husten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφελκίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐπὶ ἕλκους ἢ πληγῆς γενομένη σκληρὰ ἐπιδερμίς, ἐσχάρα, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.