δορυσσόητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = sq., μόχθων δορυσσοήτων of the toils
A of battle, S.Aj.1188.
Greek (Liddell-Scott)
δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ μόχθων τῆς μάχης, Σοφ. Αἴ. 1188 (οὕτω τὸ Λαυρεντ. χφον, καὶ οὕτω τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ, ἀντὶ δορυσσόντων), πρβλ. δορυσσόος, ἀσπιστής· καὶ ὁ Bergk προτείνει διόρθωσιν δορυσσόητα (ἀντὶ -οντα) ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 774.
Spanish (DGE)
-ον agitado por la lanza μόχθοι S.Ai.1187.
Greek Monolingual
δορυσσόητος, -ον (Α)
ο δορυσσόος.
Greek Monotonic
δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, λέγεται για τους αγώνες και τους μόχθους της μάχης, σε Σοφ.