διεσπασμένως

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεσπασμένως Medium diacritics: διεσπασμένως Low diacritics: διεσπασμένως Capitals: ΔΙΕΣΠΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diespasménōs Transliteration B: diespasmenōs Transliteration C: diespasmenos Beta Code: diespasme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A intermittently, δ. πνεῖν (al. διεσπαρμένως) Hp. Epid.1.1, 3.2; in a disjointed manner, Gal.UP16.1.

Greek (Liddell-Scott)

διεσπασμένως: ἐκ διαλειμμάτων, δ. πνεῖν (ἄλλ. διεσπαρμένως) Ἱππ. Ἐπιδ. 938, 1082, ἐπὶ ἀνέμων.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διασπάω
1 intermitente, irregularmente ἐτησίαι ... δ. ἔπνευσαν Hp.Epid.1.1, 3.2, ἀνωμάλως τὴν ἀκοὴν καὶ δ. κινοῦντες S.E.M.6.44, δυνάμεως ... δ. ἀντιλαμβανομένης Phlp.in de An.316.31
acá y allá εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν Gal.4.263, εὑρεῖν op. συνημμένως Basil.Spir.58.20, cf. Amph.Ep.Syn.1.
2 en diferentes momentos Chrys.M.60.21.

Russian (Dvoretsky)

διεσπασμένως: прерывисто, с промежутками (τὴν ἀκοὴν κινεῖν Sext.).