σημαλέος

From LSJ
Revision as of 18:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημᾰλέος Medium diacritics: σημαλέος Low diacritics: σημαλέος Capitals: ΣΗΜΑΛΕΟΣ
Transliteration A: sēmaléos Transliteration B: sēmaleos Transliteration C: simaleos Beta Code: shmale/os

English (LSJ)

α, ον, (σῆμα)

   A giving a sign, epith. of Zeus, who sends signs by thunder, Paus.1.32.2.

German (Pape)

[Seite 874] ein Zeichen, Vorzeichen gebend, Beiwort des Zeus, der im Donner Zeichen giebt, Pausan. 1, 32, 2, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σημᾰλέος: -α, -ον, (σῆμα) ὁ δηλῶν διὰ σημείων, ἐπίθετ. τοῦ Διός, ὅστις δίδει σημεῖα διὰ τῆς βροντῆς, Παυσ. 1. 32, 2.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
φρ. «Σημαλέος Ζεύς» — ο Ζευς που δίνει σημεία με την βροντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, ρωμ-αλέος)].