κολλοπόω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A glue together, because glue was boiled out of κόλλοψ 11.1, Achae.22, EM323.22.
German (Pape)
[Seite 1473] zusammenleimen, weil aus κόλλοψ 3 Leim gekocht wurde, E. M. 323, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κολλοπόω: συγκολλῶ, ἐπειδὴ ἡ κόλλα ἐβράζετο ἐκ τοῦ κόλλοπος (ΙΙ), Ἀχαι. παρ’ Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 323. 22.