παραχερσία
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἡ, (χέρσος)
A neglected condition of unirrigated land, PTeb.378.13 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
η κατάσταση της χέρσας, της ακαλλιέργητης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χέρσος + κατάλ. -ία].