κυνοσσόος
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
ον,
A cheering on hounds, Nonn.D.1.233, etc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοσσόος: -ον, ἐπιθαρρύνων τοὺς κύνας, Ἀθήν. 160Β, Νόνν. Δ. 1. 233, κτλ.
Greek Monolingual
κυνοσσόος, -ον (Α)
αυτός που παρακινεί τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο-σσόος, κεμαδο-σσόος].