προσραπτέον
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
A one must sew on, Plu.Lys.7, al.
Greek (Liddell-Scott)
προσραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσράπτω, δεῖ προσράπτειν, Πλουτ. Λύσ. 7, κτλ.
Greek Monotonic
προσραπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να ράψει, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσραπτέον, adj. verb. van προσράπτω, er moet aangenaaid worden.