σταχυηκόμος

From LSJ
Revision as of 12:16, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠηκόμος Medium diacritics: σταχυηκόμος Low diacritics: σταχυηκόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΗΚΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyēkómos Transliteration B: stachyēkomos Transliteration C: stachyikomos Beta Code: staxuhko/mos

English (LSJ)

ον,

   A cultivating ears of corn, Δημήτηρ Nonn.D.1.104.

German (Pape)

[Seite 931] Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηκόμος: -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», Δημήτηρ Νόνν. Δ. 1. 104.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καλλιεργεί σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο-κόμος. Το συνδ. φων. -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].